ὑποκείρω

ὑποκείρω
ὑποκείρω,
A cut off below,

μύες . . τοὺς στάχυς . . ὑποκείροντες Ael.NA 6.41

, cf. 17.17.
2 cut off, take away, Ph.1.327.
II metaph., ὑ. τοὺς χρεώστας tear, mangle them, Plu.2.829a.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υποκείρω — Α 1. κόβω αποκάτω 2. αποκόπτω αποκάτω 3. μτφ. α) κατακρεουργώ, ξεσκίζω («γυπῶν δίκην... ὑποκείρουσι τοὺς χρεώστας», Πλούτ.) β) αφαιρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κείρω «κόβω τα μαλλιά»] …   Dictionary of Greek

  • κείρω — (ΑΜ κείρω, Α ιων. τ. κερέω) κόβω τα μαλλιά, κουρεύω μσν. συλλέγω, μαζεύω αρχ. 1. ξυρίζω, κόβω τις τρίχες σύρριζα 2. (σε μεγάλο πένθος) κόβω τα μαλλιά μου για να εκδηλώσω τη θλίψη μου 3. ληστεύω, αρπάζω 4. αποκόπτω, αποτέμνω 5. δρέπω 6. ερημώνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”